ἀλητείας

ἀλητείας
ἀλητείᾱς , ἀλητεία
wandering
fem acc pl
ἀλητείᾱς , ἀλητεία
wandering
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… …   Dictionary of Greek

  • Μπούνιν, Ιβάν Αλεξέγεβιτς — (Βορονέζ 1870 – Παρίσι 1953). Ρώσος λογοτέχνης. Αριστοκράτης, όχι μόνο στην καταγωγή αλλά και στη στάση του απέναντι στη ζωή, υπήρξε μονήρης, μένοντας μακριά από κάθε πολιτική συμμετοχή καθώς και από τις φιλολογικές και γενικά τις πνευματικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”